ενδιάθετος

ενδιάθετος
-η, -ο (AM ἐνδιάθετος, -ον)
1. αυτός που ευρίσκεται ή γίνεται μέσα στην ψυχή χωρίς να εκφράζεται («ενδιάθετος λόγος»)
2. εκείνος που προέρχεται από τη νόηση
3. έμφυτος, φυσικός
4. φρ. «ἐνδιάθετα βιβλία τής Ἁγίας Γραφῆς» — τα αναγνωρισμένα ως κανονικά από την Εκκλησία
αρχ.
1. αυθόρμητος, απροσποίητος
2. αγαπητός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνδιάθετον
φιλική διάθεση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐνδιάθετος — residing in the mind masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδιάθετος — η, ο επίρρ. α που βρίσκεται ή συμβαίνει στη διάθεση της ψυχής, ενδόμυχος, μύχιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λόγος ενδιάθετος —         (logos endiathetos) (греч.) слово внутреннее. Внутренняя речь (стоики). Логос, существующий в боге (Филон Александрийский). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С …   Философская энциклопедия

  • ἐνδιαθετώτερον — ἐνδιάθετος residing in the mind masc acc comp sg ἐνδιάθετος residing in the mind neut nom/voc/acc comp sg ἐνδιάθετος residing in the mind adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδιαθέτως — ἐνδιάθετος residing in the mind adverbial ἐνδιάθετος residing in the mind masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδιάθετον — ἐνδιάθετος residing in the mind masc/fem acc sg ἐνδιάθετος residing in the mind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδιαθέτοις — ἐνδιάθετος residing in the mind masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδιαθέτου — ἐνδιάθετος residing in the mind masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδιαθέτους — ἐνδιάθετος residing in the mind masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδιαθέτων — ἐνδιάθετος residing in the mind masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”